- ισηγορώ
- ἰσηγορῶ, -έω (Α) [ισήγορος]μιλώ με την ίδια παρρησία και ελευθερία λόγου, μιλώ ως ίσος προς ίσον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισολογώ — ἰσολογῶ, έω (Α) μιλώ ελεύθερα, μιλώ με παρρησία σε κάποιον, ισηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λογώ (< λογος < λόγος), πρβλ. απεραντο λογώ, χρηστο λογώ] … Dictionary of Greek